- αφραδιη
- ἀφραδίηἀ-φρᾰδίηἥ1) преимущ. pl. безрассудство, безумие Hom., Arph.2) неопытность, незнание
(πολέμοιο Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πολέμοιο Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀφραδίῃ — ἀφραδία folly fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφραδίηι — ἀφραδίῃ , ἀφραδία folly fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακότητα — η (AM κακότης) [κακός] 1. κακός χαρακτήρας, κακία, έχθρα, μοχθηρία, πονηρία («τείσασθαι Ἀλέξανδρον κακότητος», Ομ. Ιλ.) 2. κακή πρόθεση («οὐδεμιῇ κακότητι λειφθῆναι τῆς ναυμαχίης», Ηρόδ.) μσν. αρχ. κακή κατάσταση, αθλιότητα («εὐναὶ δὲ παράτροποι… … Dictionary of Greek